Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Σπέτσες 1834. Η Γερμανίδα "αντιβασίλισσα "και τα πολιτικά παιχνίδια ...

Στις μέρες μας , που οι πολιτικοί εξωθούνται σε μεγάλες αβαρίες προκειμένου να πείσουν τους Ευρωπαίους ,αλλά και να επιβιώσουν πολιτικά,η παρακάτω υπόθεση είναι επίκαιρη και δείχνει πως από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του Ελληνικού κράτους , οι  Έλληνες αντιμετώπιζαν την πρόκληση να κάνουν διάφορες αβαρίες και να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις και τις συνήθειες των ξένων.
Το παρακάτω άρθρο έχει δημοσιευθεί σε  τεύχος του σπετσιώτικου αντίλλαλου πριν από μερικά χρόνια 

Η Κυρία Άβελ.

της Καλομοίρας Αργυρίου-Κουμπή.


1834. Εποχή της αντιβασιλείας.
Πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους είναι ακόμα το Ναύπλιο.( Η Αθήνα έγινε  επίσημα πρωτεύουσα από τις 19 Σεπτεμβρίου του 1834).
Εκεί διαμένει ο βασιλιάς Όθων με τη βασίλισσα Αμαλία, τα μέλη της αντιβασιλείας και οι αυλικοί που τους συνόδευαν.
Εκεί κατοικούν επίσης και πολλοί επιφανείς από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
  Ανάμεσά τους ο Σπετσιώτης  Γκίκας . Καρακατζάνης που συνδεόταν με συγγένεια με την οικογένεια Μπόταση.
Στις 28 Ιουνίου στέλνει ένα γράμμα στις Σπέτσες , στο συγγενή του, Νικόλαο Μπόταση και ανάμεσα στα άλλα που γράφει τον πληροφορεί για το ότι πρόκειται να έρθουν στις Σπέτσες να τον επισκευθούν στο σπίτι του « ο Κύριος Άβελ , με τον Κύριον Κωλέτην , ο Γασέρ με την Κυρία του και ο Φεράλδος , δι ολίγας       στιγμάς…….».
Με αφορμή αυτή την επικείμενη επίσκεψη, του κάνει κάποιες παρατηρήσεις  για τη   συμπεριφορά του προς την κυρία Άβελ, στην προηγούμενη επίσκεψή της στο σπίτι της οικογενείας Μπόταση.
 Του γράφει λοιπόν :
«Ήλθεν λέγετε εις την οικίαν σας προς επίσκεψιν η κυρία Άβελ. Αλλά αφού την ήδετε και έφθασεν εις το παραθαλάσσιον της οικίας σας, διατί να μην κατεβήτε εις υποδοχήν διά να την συντροφεύσετε; Και αφού αναχώρησεν από την οικίαν σας διατί να μην την συνοδεύσετε εις το παραθαλάσσιον ; έγινε μεγάλη παρατήρησις εις τούτο, και φαίνηται ότι ή το  παρετήρησαν της ιδίας, ή η ιδία το παρετήρησεν, και το εμήνυσεν του Κωλέτη».
Δηλαδή όταν έφτασε, δεν κατέβηκε να την υποδεχθεί  στο πλησιέστερο στη θάλασσα σημείο  του σπιτιού του, και όταν έφυγε δεν τη συνόδευσε πάλι ως εκεί.
Αυτό το γεγονός σχολιάστηκε  και η κυρία Άβελ το ανέφερε στον Κωλέτη. Ο Καρακατσάνης  δεν ήξερε  αν αυτό ήταν παρατήρηση της ίδιας ή της ακολουθίας της.
Ποια όμως ήταν αυτή η κυρία Άβελ;
Για την ίδια δεν ξέρουμε, παρά μόνον ότι ήταν σύζυγος του  Καρόλου  ντ’ Άβελ, που γεννήθηκε το 1788 και ήταν  ένας απ’ τους δύο  αντιβασιλείς που  το 1832 διορίστηκαν από το βασιλιά Λουδοβίκο για να συνοδεύσουν τον ανήλικο βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα, μέχρι την ενηλικίωσή του τον Ιούνιο του 1835.
Αυτός λοιπόν, διορίστηκε σύμβουλος «επί της εξωτερικής πολιτικής και της εσωτερικής διοικήσεως».
Παρά τις συμβουλές του φιλέλληνα  Λουδοβίκου, που έγραφε στο γιο του πως έπρεπε οι Έλληνες να  παραμείνουν  Έλληνες και όχι να εκγερμανιστούν , εγκαθίδρυσε μια ευρύτατη γραφειοκρατία, επέβαλε σιωπηρά και ημιεπίσημα μαζί με άλλους Βαυαρούς τη Γερμανική γλώσσα και αναμίχθηκε με σκανδαλώδη τρόπο σε διάφορες πολιτικές μηχανορραφίες ,που πλέκονταν γύρω από τους πρέσβεις των προστάτιδων δυνάμεων.
Υπήρξε ο εισηγητής της σύλληψης και της καταδίκης σε θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πράγμα που προκάλεσε την επέμβαση των Άγγλων. Έτσι μετά από παρέμβαση του Άγγλου και του Ρώσου πρεσβευτή ,ο βασιλιάς της Βαυαρίας τον ανακάλεσε μαζί με τον Μάουερ. Το σχετικό διάταγμα της ανάκλησής του υπογράφηκε από τον Όθωνα στις 21 Ιουλίου 1834.
Συνεχίζοντας ο Γ. Καρακατζάνης γράφει:


«Είσθε Ευρωπαίως άνθρωπος, και ως τοιούτον  σας θεωρούν , και η Δάμαις αυτής τα απαιτούν  τα τοιαύτα, εις ημάς ασήμαντα. Προς τούτοις εις μίαν περίστασιν οπού η ραδιουργία δεν ευρίσκει ύλην σημαντικοτέραν ωφελείται από τα παραμικρότερα, φροντίσετε λοιπόν να κάμετε προς την ιδίαν τας μεγαλυτέρας επισκέψεις. Και δεν είναι  καιρός χαμένος εκείνος οπού εξοδεύσετε εις αυτήν, διότι έχει μεγάλην επιρροήν εις τον  άνδραν της, και εις τα λοιπά μέλη της αντιβασιλείας, και με την αρχοντισάν σας  οπού καλόν είναι ή δυνατόν και καθ’ ημέραν να την επισκευθή ημπορεί να παρευρεθή και  του εξαδέλφου σας οπού γνωρίζει την γλώσσαν , ώστε να σχετισθούν  καλά, και να λάβη και αυτή ευχαρίστησιν».(Το κείμενο αυτό είναι πολύ ανορθόγραφο. Γράφοντας «η Δάμαις»εννοεί οι ντάμες, δηλαδή οι κυρίες).


Τον προτρέπει να φερθεί ως Ευρωπαίος, εφόσον έτσι τον θεωρούν, και να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των κυριών της Ευρώπης, ακόμα κι αν αυτά που απαιτούσαν, φαίνονταν ασήμαντα .
Σε μια εποχή κατά την οποία ο καθένας κινδύνευε να πέσει θύμα ραδιουργίας , οι αντίπαλοί του θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν και τα πιο ασήμαντα πράγματα προκειμένου να τον κατηγορήσουν, όταν δεν εύρισκαν κάτι ουσιαστικό. Τον συμβουλεύει λοιπόν , επειδή η κυρία αυτή είχε μεγάλη επιρροή στον άντρα της και στα άλλα μέλη της αντιβασιλείας, να την επισκέπτονται  με τη γυναίκα του καθημερινά και  να  μη θεωρεί χαμένο το χρόνο που ξοδεύει στις επισκέψεις αυτές.


Η επιστολή αυτή μας ανοίγει ένα μικρό παράθυρο, που μας βάζει  στο κλίμα του πολιτικού παρασκηνίου της εποχής. Τρεις ισχυροί άνδρες της εποχής ,ο Νικόλαος Μπότασης, ο Γκίκας Καρακατσάνης και ο Ιωάννης  Κωλέτης  είναι οι πρωταγωνιστές σ΄αυτή την υπόθεση.
Και οι τρεις συνδέονται με τις Σπέτσες.
Ο Νικόλαος Γκίκα Μπότασης (1792-1842) και ο Γκίκας. Καρακατζάνης(ή Καρακατσάνης) είναι Σπετσιώτες.
Ο πρώτος έχει διατελέσει διοικητής του ναυστάθμου του Πόρου ,Σύμβουλος Επικρατείας  και για ένα μικρό διάστημα Υπουργός των Οικονομικών,  και τον ευρίσκουμε σε διάφορα έγγραφα να διαμένει πότε στις Σπέτσες πότε στο Ναύπλιο και πότε στην Αθήνα.
Ο Γκίκας Καρακατζάνης έμενε στο Ναύπλιο αυτή την εποχή, και από την επιστολή μπορούμε να συμπεράνουμε πως  έπαιρνε  ενεργό μέρος στα πολιτικά δρώμενα της εποχής.
Ο Κωλέττης , ήταν  ισχυρός πολιτικός άντρας, και γιατρός . Την εποχή που έφτασε στην Ελλάδα ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, ενέσκηψε στις Σπέτσες επιδημία  πανώλης . Στάλθηκε λοιπόν στις Σπέτσες ως έκτακτος υγειονόμος και περιέστειλε την επιδημία. Από την εποχή αυτή είχε δημιουργήσει ιδιαίτερες φιλίες με ισχυρούς  σπετσιώτες , μεταξύ των οποίων ήταν ο Γκίκας Καρακατζάνης και ο Νικόλαος Μπότασης.
 Αργότερα στην πρώτη κυβέρνηση του Σπυρίδωνα Τρικούπη , στις 18 Ιουνίου του 1833 ανέλαβε το Υπουργείο των Ναυτικών,στη δε κυβέρηση του Αλ. Μαυροκορδάτου , στις 12 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς , ανέλαβε το Υπουργείο των Εσωτερικών. Στις 31 Μαΐου του 1834 ,  διηύθυνε την άνευ προέδρου κυβέρνηση, κρατώντας και το Υπουργείο των Εσωτερικών, κι  όταν στις 21 Μαΐου του 1835 ανέλαβε ο ενηλικιωθείς πλέον Όθων την εξουσίαν,  από αυτόν την παρέλαβε. Η επιστολή γράφηκε στις 28 Ιουνίου 1834, την εποχή που ο Κωλέττης διηύθυνε την κυβέρνηση και ήταν  Υπουργός των Εσωτερικών.


Στην επιστολή αναφέρονται  δυο γυναίκες.
 Η μια η κυρία ΄Αβελ.
Ευρωπαία στην καταγωγή και τους τρόπους, απαιτούσε  να της φέρονται κατά τους κανόνες καλής συμπεριφοράς που ίσχυαν στην Ευρώπη.
Δε γνωρίζουμε ακριβώς  χάρη σε ποια προσόντα της είχε τόσο μεγάλη επιρροή όχι μόνο στο σύζυγό της , αλλά σ’ όλα τα μέλη της αντιβασιλείας.  Πάντως το σίγουρο είναι πως δε γοήτευσε αρκούντως το σπετσιώτη Μπόταση. Αντίθετα, αυτή , απογοητεύτηκε που δεν τη συνόδευσε στα παραθαλάσσια μέρη, και  φρόντισε να του διαμηνύσει με ποιο  τρόπο επιθυμούσε  να την υποδέχεται και να την ξεπροβοδίζει.
 Αυτή την ισχυρή γυναίκα της αντιβασιλείας,  ο Κωλέττης κι ο Γκ.Καρακατζάνης  επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν για τα πολιτικά παιχνίδια τους.
..
 Η άλλη είναι η γυναίκα του Μπόταση που ο Καρακατζάνης την ονομάζει «αρχόντισσα».Πρόκειται για την Καλομοίρα Θ. Μέξη (1804-1856), που προερχόταν από την πολύ ισχυρή  και παραδοσιακά αντίπαλη με την οικογένεια των Μποτασαίων, από τα προεπαναστατικά χρόνια, οικογένεια των Μεξαίων.  .Σίγουρα δεν επρόκειτο για μια  τυχαία γυναίκα.
Ο Γ Καρακατζάνης , με την επιστολή του επιχειρεί να εμπλέξει και αυτήν στα πολιτικά  παιχνίδια.
Προτείνει στον άντρα της να την ωθήσει να δημιουργήσει επαφές με την κυρία Άβελ ώστε να μπορούν εύκολα να τη χρησιμοποιήσουν  για  τα πολιτικά σχέδιά τους. Ούτε που φαντάζεται όταν γράφει αυτή την επιστολή, πως σε λιγότερο από ένα μήνα, στις 21 Ιουλίου θα υπογραφόταν από τον Όθωνα η ανάκληση του Άβελ.


Πολλά συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανείς από αυτή την επιστολή, όπως:
Κάποιοι Σπετσιώτες κατείχαν σημαντικές θέσεις στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος και γι’ αυτό  επισκέπτονταν συχνά το νησί επιφανή πρόσωπα της εξουσίας.
Η αντιβασιλεία κουβάλησε στην Ελλάδα τη δική της κουλτούρα. και προσπαθούσε να επιβάλλει τους δικούς της κανόνες καλής συμπεριφοράς.
Ο ρόλος που θεωρούσαν πως μπορούσε να παίξει μια ισχυρή γυναίκα , εξαντλείτο στο να επηρεάσει τον άντρα της υπέρ  κάποιων προσώπων ή πολιτικών θέσεων.
Μετά από την επίσκεψη της κυρίας Άβελ στο σπίτι του Νικόλάου Μπόταση, σχολιάστηκε το γεγονός πως τόσο κατά την υποδοχή όσο  και κατά  την κατευόδωση ο οικοδεσπότης δεν την συνόδευσε. Μάλιστα δεν διευκρινίζεται αν αυτό  το σχολίασε η ίδια ή το περιβάλλον της. Αυτή η λεπτομέρεια έχει μεγάλη σημασία και αν τη γνωρίζαμε θα είχαμε και την απάντηση στο αν η κυρία Άβελ χρησιμοποιείτο από τους άντρες του περιβάλλοντός της για τα πολιτικά παιχνίδια τους, ή έπαιρνε ενσυνείδητα μέρος σ’ αυτά.   
Γεγονός είναι πως είτε η ίδια το επεδίωξε , είτε το περιβάλλον της, ο αποδέκτης των σχολίων, ο Κωλέττης, έθεσε σε λειτουργία  τους μηχανισμούς που επέβαλαν στους Έλληνες να συμπεριφέρονται στις κυρίες, όπως άρμοζε στις «ντάμες της Ευρώπης».
Στην κυρία Άβελ φαίνεται πως αναγνώριζαν  το δικαίωμα να επιβάλει τους κανόνες συμπεριφοράς που θεωρούσε σωστούς.
Είναι εντελώς παράδοξο το  ότι κανείς :δεν σχολιάζει το γεγονός πως αυτή η γυναίκα ήταν ξένη και  δεν ήξερε τις συνήθειες των Ελλήνων. Κανείς δεν  τολμά να αντιτάξει στα παράπονά της, πως , ένας Έλληνας δε θα συνόδευε  μια ξένη γυναίκα  ως έξω από το σπίτι του και με τον τρόπο του αυτό  δε θα έδειχνε περιφρόνηση αλλά σεβασμό, και πως οι Έλληνες δεν ήταν άξεστοι ούτε  περίμεναν από τους Ευρωπαίους να τους διδάξουν να φέρονται με ευγένεια στις γυναίκες.
Την «αρχόντισσα» σύζυγο του Νικολάου Μπόταση, την αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο. Απαιτούν να υπηρετήσει  τα πολιτικά τους σχέδια, κάνοντας  συχνές επισκέψεις στην κυρία Άβελ, ώστε  να προσεγγίσουν τον αντιβασιλέα  σύζυγό της και να έχουν το κεφάλι τους  ήσυχο σε μια εποχή που κυριαρχεί η ραδιουργία στην πολιτική ζωή.
Κατά βάθος ο Κωλέττης και ο Καρακατσάνης αντιμετωπίζουν και τις δυο γυναίκες με τρόπο που υπηρετεί τα πολιτικά τους συμφέροντα. Οι απαιτήσεις της κυρίας Άβελ για τις ευρωπαϊκού τύπου υποκλίσεις ήταν  σεβαστές, επειδή  με την ικανοποίησή τους θα μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν. Όσο για την κυρία Μπόταση κανείς δεν ασχολήθηκε  αν είχε ή όχι διάθεση  να συναναστρέφεται τη Γερμανίδα αντιβασίλισσα..


Όλα  τα παραπάνω σχόλια προκύπτουν    από μια ευθεία ανάγνωση του κειμένου.
Όμως  μας μένουν κάποια αναπάντητα ερωτήματα που μας ωθούν να  αναζητήσουμε  τι υπαινίσσεται  ο συντάκτης της επιστολής, πίσω από αυτά που λέει.
Είναι δυνατόν, να έγινε αντικείμενο τόσων σχολίων από τόσο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ,( Ο Κωλέττης ήταν Υπουργός των Εσωτερικών και διηύθυνε την Κυβέρνηση αυτό τον καιρό),κάτι τόσο ασήμαντο, όπως το αν ο Μπότασης δεν συνόδευσε  μέχρι τη θάλασσα , κατά την άφιξη και κατά την αποχώρησή της, τη σύζυγο του Άβελ;.
Είναι προφανές πως στην επίσκεψή αυτή,η κυρία Άβελ  δε συνοδευόταν από το σύζυγό της. Επρόκειτο λοιπόν για μια επίσκεψη κυριών. Η σύζυγος του αντιβασιλέα επισκέφθηκε τη σύζυγο κάποιου εξέχοντος πολιτικού προσώπου. Μετά την επίσκεψη, εκφράζει παράπονα και κάνει παρατηρήσεις για παραλείψεις, όχι της κυρίας που επισκέφθηκε, αλλά του  συζύγου της, του κυρίου Μπόταση. Η κυρία Άβελ , επιθυμούσε αυτός να τη συνοδεύσει  και να την προϋπαντήσει.
Τελικά μήπως  τα όσα μεταφέρει στο Ν. Μπόταση. ο Γκ. Καρακατσάνης από τον Κωλέττη( που δεν ήταν και από τους άμεμπτους ανθρώπους), αποτελούν μια  έμμεση πλην σαφή προτροπή , να μη διστάσει για χάρη της πολιτικής επιβίωσης στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, να ανταποκριθεί στην εκδήλωση κάποιου ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που είχε δείξει γι αυτόν η γυναίκα του αντιβασιλέα.;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου