Η παρακάτω Ιστορία είχε δημοσιευτεί πριν λίγα χρόνια στο περιοδικό "σπετσιώτικος αντίλαλος" ,με τον τίτλο:
Από το Αρχείο , Ιστορίες γυναικών.
Της Καλομοίρας Αργυρίου- Κουμπή.
Από το Αρχείο , Ιστορίες γυναικών.
Ιστορία δεύτερη: «δεκαετές κοράσιον δραπετεύσαν»
Της Καλομοίρας Αργυρίου- Κουμπή.
Αύγουστος 1863. Το πλοίο «Σπέτζια» φεύγει απ’ το λιμάνι των Σπετσών με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Μαζί με το πλήρωμα επιβιβάζεται και μια λαθρεπιβάτις: ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, η Κωσταντίνα Πανταζοπούλου που εργαζόταν μαζί με την αδελφούλα της ως υπηρέτρια στην οικογένεια Μαλοκίνη.
Προπαραμονές της Παναγίας, το πλοίο πιάνει στο λιμάνι του Καστελλαμάρε1 και η Κωνσταντίνα βρίσκει ευκαιρία ν’ αποβιβαστεί.
Χωρίς να γνωρίζει κανέναν, χωρίς να ξέρει τον τόπο και χωρίς χρήματα, τριγυρνάει στα περίχωρα της πόλης.
Εκεί τη βρίσκουν αστυνομικοί που την περιμαζεύουν κι όταν διαπιστώνουν πως είναι Ελληνικής υπηκοότητας την οδηγούν με όλες τις νόμιμες διαδικασίες στο Ελληνικό προξενείο.
Ο Έλληνας πρόξενος δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίπτωσή της, την παίρνει σπίτι του, παίρνει πληροφορίες για τον τόπο της, τους δικούς της, και τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες ζούσε , κι αποφασίζει να τη βοηθήσει.
Απευθύνεται αρχικά στο Υπουργείο εξωτερικών για να το ενημερώσει για την περίπτωση του κοριτσιού, και στη συνέχεια στέλνει επιστολή στο Δήμαρχο των Σπετσών Μιχαήλ Οικονόμου2.
Τον ενημερώνει για το περιστατικό της Κωνσταντίνας που δραπέτευσε, και τον παρακαλεί να δώσει ένα γράμμα της στη μητέρα της που ερχόταν συχνά στο νησί για να επισκεφθεί την άλλη της κόρη που ήταν υπηρέτρια της κυρίας Μαλοκίνη.
Μετά από λίγες μέρες στέλνει και δεύτερη επιστολή στο Δήμαρχο με την οποία του λέει πως η μικρή ζητά επίμονα τη βοήθεια του προξενείου ώστε να πληρωθούν ενενήντα δραχμές που ήταν οι μισθοί της για τρία χρόνια εργασίας στο σπίτι της οικογένειας Μαλοκίνη, και τον παρακαλεί να μεσολαβήσει να δοθούν τα χρήματα στην μητέρα της Αγγελίνα.
Ο Δήμαρχος ενημερώνει το Επαρχείο για την υπόθεση και ζητά τη μεσολάβησή του, ώστε να επιστρέψει το κορίτσι με κάποιο από τα σπετσιώτικα πλοία που ευρίσκονται εκεί, επειδή «ο πατέρας του που ήταν στις Σπέτσες, το ζητά με έγγραφη αναφορά του».
Η ιστορία σταματά εδώ. Δεν ξέρουμε τι απέγινε στη συνέχεια, αν το κορίτσι γύρισε πίσω ή αν πληρώθηκαν οι ενενήντα δραχμές στη μητέρα.
Παρουσιάζει όμως μεγάλο ενδιαφέρον και μας γεννά κάποιες σκέψεις:
Αυτό το γεγονός της απόδρασης, φαίνεται πως είναι μια πράξη απελπισίας ενός παιδιού που σίγουρα δε ζούσε καλά.
Μπορεί στην εποχή μας η παιδική εργασία να είναι απαγορευμένη και να διώκεται, αλλά την εποχή εκείνη ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο.
Πολλές σπετσιώτικες οικογένειες είχαν μια, δυο, τρεις, ή και περισσότερες υπηρετριούλες. Στην απογραφή του 1879 καταγράφονται 73 υπηρέτριες ηλικίας επτά έως δεκαπέντε ετών. Ως τόποι καταγωγής τους αναφέρονται διάφορα χωριά της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα της Τσακωνιάς.
Τέτοια πρέπει να ήταν και η περίπτωση της Κωνσταντίνας, αφού αναφέρεται πως η μητέρα της ερχόταν συχνά στις Σπέτσες για να δει την άλλη κόρη της, οπότε συμπεραίνουμε πως η μητέρα της δε ζούσε εδώ.
Κάποιες απ’ αυτές τις υπηρετριούλεςήταν τυχερές γιατί οι οικογένειες που τις είχαν αναλάβει τις αντιμετώπιζαν με αγάπη, φρόντιζαν για την αγωγή και τη μόρφωσή τους όσο ήταν μικρές και για την αποκατάστασή τους όταν μεγάλωναν, προικίζοντάς τες.
Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα , όταν δεν είχαν δικά τους παιδιά , τις έκαναν κληρονόμους της περιουσίας τους.
Σε ένα άλλο έγγραφο του αρχείου Σπετσών, αναφέρεται περιστατικό, κατά το οποίο μια άλλη δεκάχρονη υπηρετριούλα, βρέθηκε πνιγμένη στη στέρνα του σπιτιού κάποιας Σπετσιώτικης οικογένειας. Στην αστυνομική έκθεση που έγινε, ο θάνατός της θεωρήθηκε αποτέλεσμα απροσεξίας , λόγω της μικρής ηλικίας της...
Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν τη μικρή να δραπετεύσει, αυτή η απόφαση της ήταν πάρα πολύ τολμηρή και επικίνδυνη. Βέβαια ένα δεκάχρονο κοριτσάκι δε μπορεί να έχει πλήρη συνείδηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται μπαίνοντας λαθραία σ’ ένα πλοίο με άγνωστη κατεύθυνση και βγαίνοντας μόνο κι άγνωστο σε μια ξένη χώρα.
Ένα ερώτημα που μας γεννιέται είναι γιατί δεν έφυγε μαζί της και η αδελφή της;
Αν η φυγή της ήταν σχεδιασμένη, σίγουρα θα προσπαθούσε να πείσει και την αδελφή της να την ακολουθήσει. Το ότι δεν τα κατάφερε, μπορεί να σημαίνει ότι η άλλη ήταν πιο δειλή και δεν τόλμησε κάτι τέτοιο από φόβο είτε για το άγνωστο, είτε για το ενδεχόμενο να αποτύγχανε η απόπειρα, οπότε θα τις τιμωρούσαν σκληρά.
Το πιθανότερο όμως είναι, η απόδραση να έγινε χωρίς σχεδιασμό, κάτω απ’ την πίεση κάποιου έκτακτου γεγονότος.
Ίσως μια ζημιά ή αταξία της, να την ανάγκασε, προκειμένου να γλιτώσει την τιμωρία, να καταφύγει και να κρυφτεί στο πλοίο που έφευγε. Με σύμβουλο την απελπισία από τη συσσωρεμένη δυστυχία αποφάσισε «να πάρει των ομματιών της». Οπότε κάτω από τέτοιες συνθήκες, ούτε η ίδια είχε σχεδιάσει την απόδραση ούτε η αδελφή της ήξερε τι θα ακολουθούσε.
Όπως και να έγινε τελικά, το γεγονός της απόδρασης του κοριτσιού φανερώνει δυναμισμό και διάθεση να μην αφεθεί παθητικά στη μοίρα του.
Στην ιστορία αυτή μπορεί πρωταγωνίστρια να είναι η Κωνσταντίνα , αλλά παίζουν κάποιο ρόλο, μικρό ή μεγάλο και κάποια άλλα πρόσωπα:
Δυο ακόμη γυναίκες, η μητέρα και η αδελφή της, που απλά αναφέρονται χωρίς να επηρεάζουν την εξέλιξη της υπόθεσης,, και τρεις άντρες: Ο πρόξενος του Καστελλαμάρε, ο Δήμαρχος των Σπετσών και ο πατέρας της Κωνσταντίνας.
Αυτή η αριθμητική συμμετρία που υπάρχει, _τρεις γυναίκες -τρεις άντρες_ μας δημιουργεί την αίσθηση μιας διελκυστίνδας, δυο αντίπαλων στρατοπέδων και μας καλλιεργεί την ψυχολογία του οπαδού- θεατή.
Στην πλευρά των ανδρών και τα τρία πρόσωπα, εμφανίζονται εκπροσωπώντας κάποια εξουσία. Διαφορετική βέβαια ο καθένας τους, αλλά πάντως μια εξουσία.
Και πρώτα ο πατέρας, που όπως αναφέρει ο Δήμαρχος, «μένει εδώ, στις Σπέτσες», σε αντίθεση με τη μητέρα που μένει σε κάποιο χωριό απέναντι κι έρχεται μόνο για να δει τα παιδιά της, και είναι αυτός που διεκδικεί την επιστροφή της κόρης του. Αυτή όμως ζητά να δοθούν στη μητέρα της τα χρεωστούμενα χρήματα. Το πιο πιθανό λοιπόν είναι να ήταν διαζευγμένοι οι γονείς.
Μπορεί την εποχή αυτή να μην ήταν πολύ συνηθισμένα τα διαζύγια, αλλά δεν ήταν και ανύπαρκτα. Γίνονταν σχεδόν πάντα με πρωτοβουλία του άντρα, ιδιαίτερα στα χαμηλά οικονομικά και κοινωνικά στρώματα, διότι εκεί οι γυναίκες δεν είχαν οικονομική ανεξαρτησία ώστε να μπορούν να επιβιώσουν μόνες τους, ή να έχουν κάποια στήριξη απ’ την πατρική τους οικογένεια. Αν βέβαια ο άντρας τους είχε δυσβάσταχτα ελαττώματα και επί πλέον δεν τους εξασφάλιζε «τα προς το ζειν», καθώς ήταν απελπισμένες, ζητούσαν τη διάλυση του γάμου, μια και δεν είχαν να χάσουν τίποτα με το να χωρίσουν.
Αυτός ο πατέρας, που με τον τρόπο του είχε αναγκάσει αυτές τις τρεις γυναίκες να ζουν με συνθήκες από απλά δύσκολες, μέχρι απάνθρωπες,( παιδιά στερούνταν την οικογένειά τους, ζούσαν σ’ ένα ξένο σπίτι που δεν τους παρείχε καλές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που η μια κόρη αναγκάστηκε να κάνει την απονενοημένη κίνηση της απόδρασης, ενώ η μητέρα έμενε μακριά απ’ τα παιδιά της), εμφανίζεται στο Δήμαρχο και διεκδικεί την επιστροφή της κόρης του, εν ονόματι της φυσικής εξουσίας του ως πατέρας.
Ο δεύτερος άντρας της υπόθεσης ,ο Δήμαρχος, Μιχαήλ Οικονόμου, ένας πανέξυπνος και ισχυρότατος πολιτικός άντρας της εποχής αυτής, στη συγκεκριμένη περίπτωση παίζει το ρόλο του ως φορέας μιας άλλης εξουσίας, και μεταβιβάζει το αίτημα του πατέρα στο Επαρχείο.
Στην επιστολή του προς το Επαρχείο δε δείχνει να προβληματίζεται για τις συνθήκες που ανάγκασαν τη μικρή να φύγει, και δεν αναφέρει τίποτα για τη μητέρα, ούτε για τα χρεωστούμενα χρήματα. Αρκείται στην τυπική διαδικασία της διεκπεραίωσης μιας αλληλογραφίας .
Σίγουρα το να σκάλιζε μια τέτοια ιστορία και να έμπαινε στην ουσία της θα τον έφερνε αντιμέτωπο όχι μόνο με την οικογένεια στην οποία εργαζόταν η Κωνσταντίνα, αλλά και με όλες αυτές τις σπετσιώτικες οικογένειες που χρησιμοποιούσαν στα σπίτια τους μικρά κορίτσια σαν υπηρέτριες με τις ίδιες συνθήκες. Άλλωστε αφού ο ίδιος ο πατέρας της δεν έθιξε τέτοιο θέμα, αυτός δε μπορούσε να φανεί βασιλικότερος του βασιλέως.
Ίσως αδυνατούσε και να φανταστεί το ενδεχόμενο ο πρόξενος να ενδιαφέρθηκε πραγματικά και να περιμάζεψε το παιδί κρατώντας το μέσα στην οικογένειά του μέχρι να του εξασφαλίσει σωστές συνθήκες επανόδου, διστάζοντας να το δώσει βορά στην ασπλαχνία και τη σκληρότητα αυτών που το ανάγκασαν να φύγει. Έτσι αυτό που του γράφει ο πρόξενος, πως από τότε έχει κοντά του το παιδί,( «και έκτοτε ευρίσκεται παρ’ εμοί»), το ερμηνεύει πως την προσέλαβε κι αυτός σαν υπηρέτρια στο σπίτι του, «όπερ προσέλαβεν εν τη οικιακή του υπηρεσία ο εκείσε υποπρόξενος καθά ο ίδιος μοι εγνωστοποίησεν».
Το τρίτο αντρικό πρόσωπο είναι ο πρόξενος του Καστελλαμάρε κι ευρίσκεται με τη στάση του στον αντίποδα των δυο άλλων αντρών .
Ενεργεί κι αυτός σαν φορέας μιας εξουσίας, αφού εκπροσωπεί το ελληνικό κράτος σε μια ξένη χώρα, αλλά προχωρεί πέρα απ’ τα τυπικά καθήκοντα που του υπαγορεύει ο ρόλος του.
Δε διεκπεραιώνει απλά και τυπικά τις διαδικασίες που απαιτούνταν για τη μεταγωγή και την επιστροφή της μικρής στην πατρίδα της, αλλά απ’ ότι φαίνεται σκύβει στα προβλήματά της και προσπαθεί να βοηθήσει και να δώσει λύση ακόμα και σ’ αυτά που δεν ήταν εκ της θέσεώς του υποχρεωμένος, όπως το να φροντίσει να λάβει η μητέρα της το γράμμα που την καθησύχαζε για την καλή υγεία της κόρης της, αλλά και τα χρήματα από την εργασία της.
Η εξουσία που είχε, ήταν γι’ αυτόν μια αφορμή να βοηθήσει πιο αποτελεσματικά το παιδί, που ήταν σε δύσκολη θέση. Λες και γράφτηκαν γι’ αυτόν οι στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου που λένε: «κι όμως εγώ σ’ αφουγκράστηκα σα λεξούλα ενός αγνώστου, κι όχι σα μέρος του λόγου τους και του δικού τους πόστου».
Κάπου οι ρόλοι των τριών αυτών ανδρών θυμίζουν τη γνωστή σε όλους μας παραβολή του καλού Σαμαρείτη όπου ένας ξένος έκανε όσα δεν έκαναν οι ταγμένοι απ’ το Θεό και τους ανθρώπους να κάνουν.
Έδειξε έμπρακτο ενδιαφέρον κι αγάπη.
Απ’ την πλευρά των γυναικών, η άλλη αδελφή απλά αναφέρεται, χωρίς καν το όνομά της. Εκπροσωπεί έτσι το μεγάλο αριθμό των γυναικών που πέρασαν απ’ αυτή τη ζωή χωρίς ν’ αφήσουν κανένα αποτύπωμα της παρουσίας τους.
Αλλά και η μητέρα , πέρα από το ότι επισκεπτόταν τα παιδιά της , δε φαίνεται να έκανε τίποτα ουσιαστικό για την προστασία τους.
Την αδυναμία των δυο αυτών γυναικών ισοφαρίζει η δεκάχρονη Κωνσταντίνα μ’ ένα δυναμισμό που μας καταπλήσσει.
Φεύγει με συνθήκες αντίξοες, ρισκάροντας την ίδια της τη ζωή, και καταφέρνει εκεί που βρίσκεται να βρει την άκρη, εξηγώντας την κατάσταση στον πρόξενο και πείθοντάς τον να διεκδικήσει για λογαριασμό της μητέρας της την αμοιβή της δικής της εργασίας.
Εμφανίζεται με τον τρόπο αυτό να προστατεύει αυτήν από την οποία θα έπρεπε να προστατεύεται,με τρόπο που λες κι οι δυο αυτές γυναίκες, η Αγγελίνα κι η δεκάχρονη κόρη της, έχουν αλλάξει ρόλους.
………………………………
Σ’ αυτή τη νοητή διελκυστίνδα όπου οι άντρες εκπροσωπούν την εξουσία κι οι γυναίκες οφείλουν να κινούνται στα προκαθορισμένα από τους φορείς της εξουσίας όρια, το αποτέλεσμα δεν είναι προδιαγεγραμμένο.
Δεν είναι, γιατί από την πλευρά των ισχυρών η ευαισθησία ανθρώπων σαν τον πρόξενο, που μας εκπλήσσει θετικά και από την άλλη πλευρά η μεγαλοσύνη ψυχών σαν της Κωνσταντίνας , ενός δεκάχρονου κοριτσιού που μας αφήνει άναυδους, ανατρέπουν τους συσχετισμούς και καταργούν τις αυτονόητες προβλέψεις.
1.κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τα Δαρδανέλια
2. Αναφέρεται ως Μιχαήλ Παπαγεωργίου επειδή ήταν γιος του παπα Γιώργη Οικονόμου.
Καλομοίρα Αργυρίου-Κουμπή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου