Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Θέμα :Οριοθέτηση. Η επιστολή -εισήγηση της Δ/νσης Νεώτερης και σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς προς το Δήμο .

Μας ζητήθηκε από αναγνώστες των όσων είχαμε αναρτήσει για το θέμα της οριοθέτησης του Ιστορικού χώρου να παραθέσουμε και την πρόταση του Υπουργείου Πολιτισμού, Δ/νσης Νεώτερης και Σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς .

 
ΘΕΜΑ: 
Έγκριση ή μη οριοθέτησης του ιστορικού τόπου της νήσου των Σπετσών σύμφωνα με το ν. 3028/2002

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Με το αρ. 3460/23-6-2011 έγγραφο η ΕΝΜΑ  υπέβαλε στη ΔΝΣΑΚ φάκελο με θέμα «Οριοθέτηση του ιστορικού τόπου της νήσου των Σπετσών σύμφωνα με το άρθρο 12 του  ν. 3028/2002»
Στην εισήγησή της αναφέρει ότι σύμφωνα με τα άρθρα 2 περ. δ), 3 παρ. 1.ε), 12 και 16 του Ν. 3028/2002 και σε συνέχεια της εγκυκλίου ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ39/63513/4355/13.11.2003 του Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων,  με την ο
ποία καλούνται “οι αρμόδιες περιφερειακές Υπηρεσίες να προχωρήσουν στην οριοθέτηση ή αναοριοθέτηση όλων των αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, οι οποίοι είχαν θεσμοθετηθεί πριν την 28/06/2002, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 3028/02”, εισηγείται την ακριβή οριοθέτηση του ιστορικού τόπου της νήσου των Σπετσών με στόχο την αποτελεσματικότερη προστασία των μνημείων.

Γεωγραφικός προσδιορισμός της νήσου των Σπετσών
Το νησί των Σπετσών βρίσκεται στα ανατολικά της εισόδου του Αργολικού κόλπου, σε απόσταση 1,5 μιλίου από την Ερμιονίδα και 50 μιλίων από τον Πειραιά. Έχει σχήμα ωοειδές, περίμετρο ακτογραμμής 11 μιλίων, έκταση 22,5 τ.χλμ., μέγιστο μήκος 4 μίλια και μέγιστο πλάτος 2,5 μίλια.
Πρωτεύουσά του είναι η ομώνυμη πόλη, που αποτελεί  Δήμο από το 1934, στον οποίο υπάγονται οι συνοικισμοί: Αγία Παρασκευή, Άγιοι Ανάργυροι, Άγιοι Απόστολοι, Αδοσίδον, Βρέλον, Έλωνας, Ζωγερία, Λιγονέρι, Παραπόλα, Τζήλα, η γυναικεία Μονή Αγίων Πάντων και η νησίδες Σπετσοπούλα, ο Άγιος Ιωάννης και το Μικρό Μπούρμπουλο. Ο Δήμος παρέμεινε αμετάβλητος κατά την εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας το 1997, αλλά και στην συνέχεια κατά το σχέδιο Καλλικράτης το 2010.

Ιστορική αναδρομή
Η ύπαρξη νερού ευνόησε την οίκηση των Σπετσών από τους προϊστορικούς χρόνους, οι οποίες στην αρχαιότητα ονομάζονταν "Πιτυόνησος" και "Πιτυούσα"[1], όπως προκύπτει, τόσο από τις ανασκαφές στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού[2], όσο και από τα ευρήματα της Υστερορωμαικής περιόδου και των πρώτων Βυζαντινών χρόνων (5ος-6ος αιώνας). Ωστόσο, οι συνεχείς πειρατικές και πολεμικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή είναι αμφίβολο αν επέτρεψαν μέχρι το 15ο αιώνα τη διαρκή διαμονή πληθυσμού.
Στην εποχή της Φραγκοκρατίας οι Σπέτσες περιήλθαν στους Ενετούς κατακτητές, στους οποίους αποδίδεται και το όνομα "Ίζολα ντι Σπέσια" (=αρωματοφόρος νήσος). Κατά μια άλλη εκδοχή, το όνομα[3] προήλθε από τους εποίκους, πιθανότατα χριστιανούς Αλβανούς, πού κατέφυγαν στο νησί από την Λακωνία-Τσακωνιά-Αργολίδα και Ερμιονίδα, μετά την πτώση του «Δεσποτάτου του Μωρέως» (1461).
Ο αρχικός οικισμός τοποθετείται χρονικά περί τον 16ο αιώνα, και βρισκόταν βορειοδυτικά του υφιστάμενου οικισμού, στη σημερινή θέση "Καστέλι", όπου υπήρχε ακρόπολη επί λόφου (σημερινή θέση ο ναός του Αγίου Βασιλείου). Ο οικισμός αυτός γνώρισε την πρώτη περίοδο ακμής του μετά το 1715[4]. Τον 17ο αιώνα, ο πληθυσμός των Σπετσών ήταν κυρίως Αλβανοί, που απασχολούνταν αρχικά με την αλιεία και στη συνέχεια με τη ναυτιλία. Κατά τον 18ο αιώνα ακολούθησαν και νεότερες εποικίσεις και η μικρή κοινότητα βαθμιαία μεταμορφώθηκε σε ισχυρή ναυτική δύναμη[5].
Το 1770 οι κάτοικοι των Σπετσών έλαβαν μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και υπέστησαν μεγάλη καταστροφή από τους Τούρκους[6], που αποβιβάστηκαν στο νησί και πυρπόλησαν το Καστέλλι. Τέσσερα χρόνια μετά την σουλτανική αμνηστία, πολλοί Σπετσιώτες, που είχαν διαφύγει στην Πελοπόννησο, στην Ύδρα και στα Κύθηρα, επανήλθαν και έκτισαν την σημερινή πόλη[7] στην παραλία.
Με τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), οι Σπέτσες γνώρισαν τη δεύτερη περίοδο ακμής τους και αναδείχτηκαν σε μια από τις τρεις ναυτικές δυνάμεις της περιοχής μαζί με την Ύδρα και τα Ψαρά, με δραστηριότητα που εκτεινόταν έως την Αμερική και τη Βαλτική. Το γεγονός αυτό, καθώς και η στρατηγική θέση του νησιού έδρασαν καταλυτικά στο να πρωταγωνιστήσουν οι Σπέτσες στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 έναντι των Τούρκων.
Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους αρχίζει σταδιακά η παρακμή και η μείωση του πληθυσμού του νησιού, κυρίως λόγω της μετατόπισης της εμπορικής ανάπτυξης στα κέντρα της Σύρας και του Πειραιά.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει πνευματική εξέλιξη στο νησί. Ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του τόπου την εποχή αυτή είναι ο Σωτήριος Ανάργυρος. Γεννημένος στις Σπέτσες το 1849 υπήρξε η σπουδαιότερη προσωπικότητα των Σπετσών του τελευταίου αιώνα[8]. Πιο συγκεκριμένα, το 1907 κατασκευάζει με δικά του έξοδα το πρώτο υδραγωγείο του νησιού. Το 1913-14 αγοράζει μεγάλη έκταση, την οποία αναδασώνει, δημιουργώντας και πάλι το πευκοδάσος των Σπετσών, ανοίγει περιφερειακούς δρόμους και κατασκευάζει το ξενοδοχείο «Ποσειδώνιο». Το τελευταίο αυτό έργο του έδωσε μεγάλη τουριστική ώθηση στις Σπέτσες και ανέδειξε το νησί σε παραθεριστικό κέντρο των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το 1927 εγκαινιάζεται η λειτουργία της Αναργυρείου - Κοργιαλενίου Σχολής, η οποία υπήρξε ένα από τα καλύτερα πρότυπα κολέγια των Βαλκανίων και λειτούργησε μέχρι το 1983 με έλληνες και αλλοδαπούς μαθητές.

Πολεοδομική εξέλιξη της νήσου των Σπετσών
Μετά την καταστροφή του αρχικού μεσαιωνικού οικισμού (1770), αποκαταστάθηκε μερικώς η ζωή στο ερειπωμένο Καστέλλι. Πολλοί κάτοικοι προτίμησαν να χτίσουν σε χαμηλότερο υψόμετρο και κατά μήκος της βορειοανατολικής παραλίας.
Γύρω από τα μεγάλα σπίτια συγκεντρώθηκαν βαθμιαία μικρότερες κατοικίες συγγενικών ή άλλων οικογενειών, δημιουργώντας έτσι μέχρι τον 20ο αιώνα επάλληλες οικιστικές συναθροίσεις, ανάλογα με την επαγγελματική ή κοινωνική δραστηριότητα των κατοίκων, βασιζόμενες στην ομοιογένεια ή όχι του πληθυσμού, στην προσωπικότητα της ενορίας[9] της κλπ.
 Έτσι, δημιουργήθηκε η περιοχή του Μοναστηριού του Αγίου Νικολάου (Μητρόπολης που διαδέχθηκε την εκκλησία της Κοίμησης), η Μπάλτιζα (το Παλιό Λιμάνι και περιοχή των ναυπηγείων - ταρσανάδων), η Ντάπια[10] (εμπορικό κέντρο και κεντρικό λιμάνι μέχρι και σήμερα), οι νεώτερες συνοικίες Κουνουπίτσα[11] και Σουριμπούτι[12] (περιοχές ναυτών, καπετάνιων και ψαράδων, αλλά και χώρος ναυπήγησης καϊκιών) και εσωτερικά η Ανάληψη και άλλες συνοικίες.
Η ασφάλεια της περιοχής έναντι των παλαιότερων επιδρομών και η ομαλότητα του εδάφους επέτρεψαν την ελεύθερη δόμηση σε ευρύχωρα οικόπεδα. Υπήρχαν όμως και γειτονιές με πυκνότερη δόμηση και αυτές ήταν κυρίως εμπορικά κέντρα των συνοικιών. Με τη συνένωση, συμπύκνωση και επέκταση των διαφόρων συνοικιών προήλθε ο σημερινός οικισμός που ήδη από τα μέσα του 19ου  αιώνα ήταν σχεδόν ενιαίος, αν και κατά πολύ αραιότερος.
Στην υπόλοιπη έκταση του νησιού δεν υπάρχουν άλλοι οργανωμένοι οικισμοί. Πρόκειται κυρίως για συνοικισμούς που προέκυψαν μετά τη δεκαετία του 1950, όταν το νησί δέχτηκε έντονες οικιστικές πιέσεις κυρίως ως παραθεριστικός τόπος. Παρατηρείται μια σχετική πύκνωση νεόδμητων κτηρίων σε περιοχές όπως το Λιγονέρι και οι Άγιοι Ανάργυροι, οι οποίες όμως δεν διαθέτουν ένα κέντρο εμπορικών ή διοικητικών δραστηριοτήτων, ώστε να συνιστούν οργανωμένο οικιστικό θύλακα.
Τα αξιόλογα νεώτερα κτήρια, όπως μύλοι κ.α., τα οποία εντοπίζονται εκτός του οικισμού, είναι περιορισμένα σε αριθμό και βρίσκονται σε μεμονωμένες θέσεις.

Θεσμικό πλαίσιο

1.    Το 1867 εκπονήθηκε το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο του οικισμού των Σπετσών, το οποίο επικυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 31-10-1867.
2.    To 1967, χαρακτηρίστηκε ολόκληρη η νήσος των Σπετσών ως τόπος παρουσιάζων ιδιαίτερο φυσικό κάλλος ή ενδιαφέρον από απόψεως αρχιτεκτονικής ή ιστορικής από το ΥΠΠΟ με την υπ’ αριθμ. 10977/16-5-1967 Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ 352/Β/31-5-1967).
3.    Το ΥΠΕΧΩΔΕ, με το ΠΔ «Περί χαρακτηρισμού ως Παραδοσιακών Οικισμών τινών του Κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών» (ΦΕΚ 594/Δ/13-11-1978) χαρακτήρισε μεταξύ άλλων, τον οικισμό των Σπετσών ως παραδοσιακό.
4.    Στο υπ’ αριθμ. ΦΕΚ 1/Δ/8-1-1981 δημοσιεύθηκε το ΠΔ «Περί αναθεωρήσεως και επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Σπετσών Αττικής».
5.    Στη συνέχεια, το ΥΠΕΧΩΔΕ εξέδωσε Π.Δ. «Καθορισμός ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως του χαρακτηρισθέντος ως παραδοσιακού οικισμού των Σπετσών» (ΦΕΚ 740/Δ/15-12-1981).
6.    Με την υπ’ αριθμ. 32273/1133/17-4-1986 Απόφαση Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ 492/Δ/6-6-1986) τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο Σπετσών στο Παληό Λιμάνι.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΝΜΑ


Η ΕΝΜΑ προτείνει, σύμφωνα με τα άρθρα 2 περ.δ, 3 §1.ε, 12 και 16 του Ν. 3028/2002 και σε συνέχεια της εγκυκλίου ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/ Φ39/63513/4355/13.11.2003 του Γενικού Διευθυντή Αρχαιοτήτων, την ακριβή οριοθέτηση του ιστορικού τόπου της νήσου των Σπετσών με στόχο την καλύτερη προστασία των μνημείων, η οποία μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου γινόταν χωρίς σαφή κριτήρια και συγκεκριμένες προδιαγραφές.[13]

Γενικά στη νέα ακριβή οριοθέτηση ελήφθησαν υπόψη: 1. ο αρχικός ιστορικός μετεπαναστατικός πυρήνας του οικισμού, ο οποίος εντοπίζεται στον ιστορικό χάρτη του 1896, 2. η εξέλιξη του πυρήνα αυτού, όπως αυτή διαπιστώθηκε κατά τις διενεργηθείσες αυτοψίες της Υπηρεσίας στο νησί και  3. το γεγονός ότι το ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον εντοπίζεται τελικά μόνον στον οικισμό των Σπετσών, καθώς στις υπόλοιπες περιοχές οι κατασκευές είναι σύγχρονες, μιμούμενες μορφολογικά μόνον τα παραδοσιακά πρότυπα.

Εντός του ορίου του ιστορικού τόπου προτείνεται να συμπεριληφθεί: α) ο οικισμός των Σπετσών, όπως αυτός ορίζεται από το ισχύον ρυμοτομικό σχέδιο, β) η ιδιοκτησία της ιστορικής σημασίας Αναργυρείου - Κοργιαλενίου Σχολής και το ξενοδοχείο «Ξενία», ευρισκόμενα εκτός του οικισμού, στο βορειοδυτικό άκρο του, όπως και γ) η χερσόνησος του Φάρου στο νοτιανατολικό άκρο του. Επίσης, συμπεριλαμβάνεται επιπλέον μια έκταση, κατά μήκος και εκτός του νοτίου ορίου του ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου του οικισμού, στην οποία περικλείονται όλες οι εξάρσεις του εδάφους, επί των οποίων ενδεχόμενη μελλοντική δόμηση θα είχε επιπτώσεις στην εξέλιξη της μορφής του οικισμού.

Για την οριοθέτηση του ιστορικού τόπου και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ιστορικά τεκμήρια, χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία χάραξης της γραμμής του ορίου τα παρακάτω στοιχεία:
  • Στοιχεία τοπογραφίας και ανάγλυφου, ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους.
  • Βαθιές γραμμές (χαράδρες - υδροκρίτες- ρέματα).
  • Τα όρια του ισχύοντος ρυμοτομικού σχεδίου.
  • Υφιστάμενοι δρόμοι
  • Αξιόλογα κτήρια, π.χ. ξενοδοχείο «Ξενία», μονές, καθώς και ερείπια ανεμόμυλων, εντοπισμένα εκτός των διαμορφωμένων ορίων του οικισμού.
  • Υλοποιημένη εκτός σχεδίου δόμηση.

Ο ιστορικός τόπος, συνολικού εμβαδού 285 εκταρίων περίπου, που προτείνεται στον επισυναπτόμενο χάρτη, οριοθετείται από την ακτογραμμή και την τεθλασμένη γραμμή που σχηματίζουν τα σημεία Α1 έως και Α19.
Συγκεκριμένα, η γραμμή οριοθέτησης έχει αφετηρία το σημείο Α1 της ακτογραμμής βορειοδυτικά του ξενοδοχειακού συγκροτήματος «Ξενία» και με ευθεία χάραξη καταλήγει στο σημείο Α2, στη δυτική παρειά του παραλιακού δρόμου. Στη συνέχεια ακολουθεί τον παραλιακό δρόμο και έπειτα την αγροτική οδό μέχρι το σημείο της οδικής διασταύρωσης Α3. Ακολουθεί με ομαλό τρόπο το ανάγλυφο, στο όριο μεταξύ πυκνόφυτης και αραιοφυτεμένης αγροτικής έκτασης, καταλήγοντας στο σημείο Α4. Από το σημείο Α4, χαράσσεται γραμμή κατά μήκος του υδροκρίτη μέχρι την συμβολή αγροτικού δρόμου στο σημείο Α5. Ακολούθως, η οριοθέτηση δια μέσου του σημείου Α6 καταλήγει με ευθεία γραμμή στο σημείο Α7 αγροτικού δρόμου. Από το σημείο Α7 η γραμμή διατρέχει τη νοτιοδυτική παρειά της υφιστάμενης οδού, πλησίον του ορίου του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, μέχρι το σημείο Α8. Στη συνέχεια και μέσω των χαρακτηριστικών σημείων Α9 και Α10, το οποίο βρίσκεται σε καμπή της αγροτικής οδού, η γραμμή καταλήγει στο σημείο Α11. Από το σημείο Α11 η γραμμή χαράσσεται μέσω των σταθερών σημείων Α12, Α13, Α14 και Α15 μέχρι το σημείο Α16. Τα παραπάνω σημεία βρίσκονται σε κορυφογραμμές, σε βαθιές γραμμές (χαράδρες) και σε σημεία διασταύρωσης αγροτικών οδών. Το όριο από το σημείο Α16 καταλήγει με ευθεία γραμμή στο σημείο Α17, σε συμβολή οδών νότια της μονής Αγ. Πάντων. Στην συνέχεια η γραμμή από το σημείο Α17, ακολουθώντας το εξωτερικό όριο της νότιας περίφραξης της Μονής, διερχόμενη από το σημείο Α18, καταλήγει με ευθεία γραμμή στο σημείο Α19 της ακτογραμμής.
Οι συντεταγμένες των σημείων Α1 έως Α19 δίδονται κατά το σύστημα ΕΓΣΑ ’87 σε συνημμένο πίνακα.

Η άποψη της  ΕΝΜΑ είναι ότι με τη νέα οριοθέτηση της νήσου των Σπετσών, θα επιτευχθεί ουσιαστικότερη και αποτελεσματικότερη προστασία του ιστορικού τόπου.

Η ΔΝΣΑΚ μετά την εξέταση των ανωτέρω εισηγείται την έγκριση της οριοθέτησης του ιστορικού τόπου της νήσου των Σπετσών βάσει των άρθρων 2 περ. δ’, 12 και 16 του ν. 3028/2002 σύμφωνα με το συνημμένο χάρτη που υποβλήθηκε από την ΕΝΜΑ, καθώς με την προτεινόμενη οριοθέτηση προστατεύεται αποτελεσματικά ο ιστορικός τόπος.

        


       Ο Προϊστάμενος του Τμήματος                     Η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης
          

                                                                              
              Θεόδωρος Τσούχλος                                         Άννα Σιγανίδου                                        



[1]  Λόγω της πληθώρας των πεύκων του (πίτεις ή πιτύες : τα πεύκα).
[2]  Οι ανασκαφές έφεραν στο φως μαρτυρίες των σχέσεων με τις πόλεις της Αργολίδας κατά την Πρωτοελλαδική και Μυκηναϊκή περίοδο
[3]               Το "Πέτσα" ως αλβανικός γλωσσικός αναγραμματισμός του αρχαίου ονόματος Πιτυούσα.
[4]  Το 1715, στο νησί εγκαθίστανται νέες οικογένειες μετά την πτώση του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς στους Οθωμανούς.
[5]  Στην ευρύτερη περιοχή από την Κωνσταντινούπολη έως την Αδριατική.
[6]  Το 1790, η πόλη υπέστη πάλι νέα καταστροφή από τους Τούρκους, όταν οι Σπετσιώτες έσπευσαν να βοηθήσουν τον Λάμπρο Κατσώνη.
[7]  Με τη βοήθεια των κατοίκων της Κυνουρίας και της Αργολίδας.
[8]  Ενσάρκωσε τον κλασικό τύπο του νέου έλληνα μετανάστη, ο οποίος αφού δραστηριοποιήθηκε επιτυχώς στην Αμερικάνικη αγορά, επέστρεψε στον τόπο καταγωγής του και σηματοδότησε την αρχή της ανάπτυξης του νησιού στα μετεπαναστατικά χρόνια.
[9]  Το 19ο αιώνα υπήρχαν στις Σπέτσες 12 ενορίες.
[10]                    Ντάπια ή τάπια = οχυρή τοποθεσία – αλβανική ονομασία
[11]                    Κουνουπίτσα = λυγαριά (φυτό) – αλβανική ονομασία
[12]                    Σούρ-ίμι-πόυτ = χαμηλή άμμος – αλβανική ονομασία
[13]             Δ. Παπαπετρόπουλος, «Νόμος 3028/2002: Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Κείμενο – Σχόλια – Ερμηνεία», σ. 75, Αθήνα, 2006


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου