Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Αναμνήσεις με άρωμα βιολέτας

παλιός επιτάφιος Ι.Μ. Αγ. Πάντων.


( Απόσπασμα από δημοσίευμα στον " Σπετσιωτικό  αντίλλαλο" του 2008) .
Στις παιδικές μου μνήμες  η μεγάλη εβδομάδα ταυτίζεται με το στόλισμα και την περιφορά του επιταφίου. Μεγάλη Πέμπτη βράδυ μετά την ακολουθία του Εσταυρωμένου ξαναγυρίζαμε στον Άγιο Νικόλα για το στόλισμα .Κάποιες γυναίκες μετά τα δώδεκα ευαγγέλια πήγαιναν πρώτα στο βουνό κι άναβαν τα εξωκκλήσια και μετά ερχόντουσαν για τον επιτάφιο .
Στην αυλή σε μεγάλες λεκάνες οι λευκές βιολέτες  γέμιζαν την ατμόσφαιρα με το άρωμά τους. Τότε  οι βιολέτες προέρχονταν από τους κήπους των ενοριτών που τις καλλιεργούσαν για το σκοπό αυτό κι ήταν ιδιαίτερα ευωδιαστές . Οι ηλικιωμένες  εκτιμούσαν με το μάτι την ποσότητα και την ποιότητά τους κι έκαναν τις προβλέψεις τους για το αν θα φτάσουν ή όχι. Κάποιες άλλες ετοίμαζαν τους σπάγκους και τις βελόνες κι έπειτα ξεκίναγε το έργο. Όλοι παίρνανε θέση. Συνήθως τρεις ήταν οι εργασίες του στολίσματος: Το μάδημα των βιολετών, το πέρασμά τους στο σπάγκο και  το στερέωμα των κορδονιών με τις βιολέτες πάνω στο κουβούκλιο του επιταφίου.
Η διαδικασία αυτή είχε το μοναδικό προνόμιο πως απαιτούσε τη συνεργασία  των γυναικών κάθε ηλικίας . Καμιά δεν ένιωθε περιττή, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν ήταν. Βέβαια οι μεγάλες αποφάσιζαν πώς θα γίνει το κάθε τι, και ανάθεταν στις μικρές τι ακριβώς να κάνουν. Εμείς τα παιδιά ή μαδάγαμε ή περνούσαμε βιολέτες. Φέρναμε από το σπίτι μας και μια ποδίτσα που τη φοράγαμε κι εκεί μέσα  βάζαμε με τη χούφτα μας απ΄το πανέρι βιολέτες. Όσο πέρναγε η ώρα αυξάνονταν τα εργατικά χέρια, και ο χώρος του Ναού μετατρεπόταν σε πολύβουη κυψέλη. Τότε οι γριές άρχιζαν την ψαλμωδία και συνέχιζαν οι νεότερες με τα παιδιά. « Αι γενεαί πάσαι, ύμνους τη ταφή σου προσφέρουσι Χριστέ μου», «Ιωσήφ τρισμάκαρ συν τω Νικοδήμω εν τάφω σε κηδεύει»  και  μερικούς άλλους στίχους απ’ τα εγκώμια, τέσσερες πέντε συνολικά που τους επαναλαμβάναμε. Τα βιολετένια κορδόνια όλο και μεγάλωναν. Νιώθαμε μεγάλη περηφάνια καθώς τα παραδίδαμε  στις μεγάλες γυναίκες να τα στερεώσουν στον επιτάφιο. Αυτές  τα τύλιγαν γύρω από τα ξύλα του τρούλου χιαστί, γύρω γύρω από τα φαναράκια, και μετά τα έπλεκαν σαν κουρτίνα δαντελένια που έπεφτε προς τα κάτω. Οι επίτροποι μας έφερναν χαλβά, ψωμί, και στραγάλια με σταφίδες ....
Τα ξαδέλφια μου γύριζαν κι αυτά τις ενορίες και κάθε τόσο ερχόντουσαν να δούνε μήπως τελειώνει το στόλισμα να μας πάρουν να πάμε σπίτι. Σε κάποια στιγμή αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμη η παρουσία τους. Ήταν  τότε που  οι γυναίκες διαπίστωναν πως οι βιολέτες δεν θα έφταναν για να τελειώσει σωστά το «ντύσιμο» του επιταφίου. Τότε αυτοί φεύγανε τρεχάτοι και πήγαιναν πρώτα στο σπίτι μας  για να κόψουν ότι είχε απομείνει, κι έπειτα στα σπίτια των γυναικών της  ενορίας μας που ήταν εκεί στο στόλισμα και τους είχαν πει να πάνε να κόψουν. Κάποιες φορές  όμως και πάλι έλειπαν βιολέτες. Εκεί άρχιζαν οι επικίνδυνες αποστολές. Έμπαιναν σε κήπους κι έκοβαν. Τέτοια ώρα ποιον να ρωτήσουν; Κανείς έτσι κι αλλιώς δε θάχε αντίρρηση να δώσει για τον επιτάφιο. Μια  φορά πήδησαν από μια ψηλή μάντρα σ΄ ένα κήπο κάπου εκεί κοντά στον άγιο Νικόλα . Έκοψαν τις βιολέτες, τις πέταξαν έξω από τη μάντρα και τότε τους έβαλε στο κυνήγι ένα σκυλί. Ο ένας πάτησε στην πλάτη του άλλου κι ανέβηκε στη μάντρα και προσπαθούσε να τραβήξει και τον δεύτερο πάνω. Αλλά και το σκυλί του είχε αρπάξει το παντελόνι και δεν του το άφηνε με τίποτα. Τράβαγε  ο ένας απ’ τη μάντρα, τράβαγε το σκυλί από κάτω, και στο τέλος  μόλις που πρόλαβε να ξεφύγει από τα δόντια του σκυλιού,  με απώλεια το ένα μπατζάκι.  Φτάσανε στον άγιο Νικόλα με τις βιολέτες, σαν τους ανάπηρους του πολέμου που γυρίζουν νικητές….

Όταν τέλειωνε το στόλισμα στεκόμαστε λίγο και καμαρώναμε τον επιτάφιο, προσκυνάγαμε τον Εσταυρωμένο και φεύγαμε ενθουσιασμένοι και σίγουροι πως ο δικός μας θα ήταν ο καλύτερος. Την άλλη μέρα το πρωί ξυπνάγαμε  με τις πένθιμες καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής. Η γιαγιά μου, μας έριχνε στη χούφτα ξύδι και μας έβαζε να πιούμε τρείς φορές, όπως έδωσαν και στο Χριστό να πιεί. Κάθε φορά μας ρώταγε: Ποιος πέθανε; Κι εμείς έπρεπε ν’ απαντήσουμε :- Ο Χριστός.
Κάποια φορά της είπα: Καλέ, αφού ούτε ο Χριστός ήπιε τελικά, εμείς γιατί να το πιούμε; Μ’ αγριοκοίταξε κι απάντηση δε μου ΄δωσε . Ωστόσο ακόμα πίνω ξύδι κάθε Μ. Παρασκευή πρωί. Μετά μας ανέπτυσσε το πόσο θαυματουργικά  πάντα συννεφιάζει κάθε Μεγάλη Παρασκευή.
Έπειτα ντυνόμαστε με τα καλά μας και γυρίζαμε τους επιτάφιους. Περνάγαμε τρεις φορές κάτω από το κουβούκλιο κάνοντάς το σταυρό μας και φεύγαμε. ..
Το βράδυ, στην περιφορά, η κάθε ενορία καμάρωνε για το δικό της επιτάφιο και οι νέοι που τον κρατούσαν προσπαθούσαν να τον σηκώσουν ψηλότερα από τους άλλους. Μόνο οι ψηλοί κρατάγανε τον επιτάφιο,  κι εκείνη τη μέρα από αυτούς εξαρτάτο η «τιμή»της ενορίας. Μέσα στο συνωστισμό με τις αναμμένες λαμπάδες δεν ήταν σπάνια τα ατυχήματα με τα μαλλιά των κοριτσιών που πιάνανε φωτιά. Η μυρωδιά του τσουρισμένου μαλλιού μας έκανε κάθε τόσο να ψάχνουμε  το κεφάλι μας να δούμε  μήπως  εμείς είμαστε τα θύματα. Αριστερά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, ήταν ένα τεράστιο δέντρο, σα μανόλια, και κόβαμε τα πλατιά φύλλα του, τους ανοίγαμε μια τρύπα και περνούσαμε τις λαμπάδες για να μη στάζουν. Τις λαμπάδες του επιταφίου δεν έπρεπε  να τις πάμε αναμμένες σπίτι, όπου μόνο το Αναστάσιμο φως έπρεπε να μπει.
Την άλλη μέρα ο παπάς μας μοίραζε για ευλογία λουλούδια από το στολισμό του επιταφίου και κομματάκια από τα υπολείμματα των λαμπάδων του. Η γιαγιά μου έλεγε πως αν ναυαγήσεις κι έχεις πάνω σου τέτοιο φυλακτό δε θα πνιγείς.

Χρόνο με χρόνο εκείνο που αλλάζει είναι τα πρόσωπα. Οι γριές των παιδικών μας χρόνων δεν υπάρχουν ούτε στη μνήμη μας καλά καλά, τα κοριτσάκια έγιναν γυναίκες με παιδιά κι εγγόνια που έρχονται κι αυτά να συνεχίσουν την παράδοση.... 

Μοιρούλα."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου