Η Ερμιόνη και γενικά όλη η επαρχία της Ερμιονίδας, ευρίσκεται απέναντί μας και μας συνδέουν μαζί της πολλοί δεσμοί από παλιά. Οι Σπετσιώτες το 19ο αιώνα ( και πριν, αλλά ας μη το πιάσουμε από πολύ μακριά),είχαν περιβόλια στην Ερμιονίδα με καλλιέργειες και πηγαινοέρχονταν με τα μέσα της εποχής.
Στοιχεία λοιπόν της ιστορίας και γενικότερα της κουλτούρας της περιοχής αυτής, παρουσιάζουν ιδιαίτεροενδιαφέρον για μας τους Σπετσιώτες. Τα δυο κείμενα που παραθέτουμε, μας τα έστειλε ο αξιότιμος κ. Γκάτσος και είναι πολύ ενδιαφέροντα.
Έχουμε και πάρα έχουμε μύθο
(μη παραμυθιαστούμε όμως γιατί η παραγωγή και η αγορά είναι πολύ δύσκολο πράγμα)
Το ρόδι είναι της χαράς, της γονιμότητας, της υγείας αλλά και του κάτω κόσμου. Για το ρόδι και τη ροδιά στη μυθολογία μας είναι εύκολο να εντοπίσετε πολλά στοιχεία στο διαδίκτυο.
Το ρόδι σχετίζεται ως προς την μυθολογία με την Ερμιόνη ως περιοχή και ως οικισμός. Το ρόδι και η ροδιά σχετίζονται κυρίως με την Περσεφόνη, τη Δήμητρα, την Ήρα, αλλά και με τον Διόνυσο και την Αφροδίτη. Ο Παυσανίας αναφέρει το ιερό της Ήρας στον Πρώνα, στο σημερινό λόφο των Μύλων. Δυστυχώς τα ελάχιστα ίχνη αυτού του πανάρχαιου ιερού τα εξαφανίσαμε εν αγνοία μας, όταν κτίσαμε στη θέση αυτή, στη δυτική άκρη του Πρωνός, τη δεξαμενή ύδρευσης του χωριού.
Στον ναό των Ταξιαρχών υπήρχε ο ναός της Δήμητρας, πιο πέρα, στο κτήριο της σημερινής Δημοτικής Βιβλιοθήκης, η στοά της Ηχούς που είχε σχέση με τον κάτω κόσμο. Εδώ έχουμε και σημαντικότατα αρχαιολογικά ίχνη.
Η Ερμιόνη είναι ένα από τα μέρη που κατά την αρχαιότητα πίστευαν ότι έγινε το μεγάλο χάσμα που κατάπιε την Περσεφόνη προς τον κάτω κόσμο. Και έμεινε εκεί, γιατί έφαγε σπόρους ροδιού. Και η γιορτή της Δήμητρας και της Κόρης στην Ερμιόνη ήταν διάσημη σε όλον τον ελλαδικό χώρο.
Σε αρχαία κοσμήματα, μάλιστα από την Γεωμετρική Περίοδο, που έχουν βρεθεί στην Ερμιόνη, μικρά ρόδια μπρούτζινα κοσμούν τις άκρες των κοσμημάτων.
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο, ότι δεν είναι δυνατόν να μην έπαιζαν στην Ερμιόνη πρωτεύοντα ρόλο στις τελετουργίες, στις μαγικές πράξεις, στα λαϊκά δρώμενα και στις θεραπείες, τα ρόδια και η ροδιά. Και μάλιστα τα γλυκά ρόδια, γιατί η γλυκύτητα των καρπών παρέσυρε την Περσεφόνη να τα φάει.
Άρα αν θέλεις ΠΟΠ κι αν θέλεις μύθο για τα ρόδια σου, έχεις τον ισχυρότερο για την αρχαιότητα.
Πώς τον εκμεταλλεύεσαι;
Τον διατυπώνεις στη διαφήμιση, στο όνομα, στην ετικέτα, στα βιβλία, στα σχολεία, στα μαγαζιά κ.λ.π. κοινώς τον διαδίδεις, τον σκορπάς παντού, ώστε αυτόματα ο τόπος να σημαίνει το προϊόν και το προϊόν τον τόπο. Θυμηθείτε τα «φιστίκια Αιγίνης». Όταν τα τρως σκέπτεσαι την Αίγινα, το θαυμάσιο κλίμα της, τα κτήματα με τις φιστικιές ακόμη και σήμερα που τα κτήματα γίνανε εξοχικά. Και όταν μιλάς για την Αίγινα σου έρχεται να μιλήσεις πρώτα για τα φιστίκια της. Μεγάλη σημασία το προϊόν να ταυτίζεται με τον τόπο παραγωγής του, μεγάλη η δύναμη του ονόματος αλλά και του τόπου στην αγορά.
Άρα ο επισκέπτης, ο τουρίστας, αναζητά και τα ίχνη του μύθου του ροδιού και της ροδιάς στην Ερμιόνη. Ε, εδώ όντως συμβολική, συνάμα και ευφυής, η κίνηση του Λάζαρου και του Δημήτρη να φυτέψουν μια «γέρικη ροδιά, μια γιαγιά ροδιά» από το περιβόλι του μπάρμπα Δημήτρη Κόντου στη μέση του Λιμανιού Ερμιόνης, όπου όλα τα ισοπεδώνει η τσιμεντίλα και η πίσσα. Πολλές ροδιές πρέπει να φυτευτούν στο Λιμάνι, στ’ Αλώνια, στα στενά και τα παρκάκια της Ερμιόνης, στις αυλές και να πέφτουν οι κλάρες τους πάνω από τις μάντρες. Δηλαδή και ο ανυποψίαστος επισκέπτης να το προσέξει και να αναρωτηθεί «γιατί τόσες πολλές ροδιές σ’ αυτόν τον τόπο; Πολύ ωραίο είναι». Ήδη συνάντησε το προϊόν μας.
Στον πάνω μαχαλά, γύρω από τον Ναό Ταξιαρχών, της Παναγίας, το κτήριο του ΙΛΜΕ, της Βιβλιοθήκης, να επικρατεί η ροδιά, ως ιερό δέντρο. Και φυσικά το Καταφύκι, το χάσμα που άνοιξε και κατάπιε την Περσοφόνη, γύρω από το εκκλησάκι του Άη Νικόλα (ο Άη Νικόλας όταν είναι στεριανός, συνδέεται με τον Ποσειδώνα, τον θεό των υδάτων αλλά και του κάτω κόσμου) και στις μπάντες του χωματόδρομου που φτάνει μέχρι το γεφύρι.
Όλα τα ως άνω είναι απλώς διακοσμητικά, όταν λείπει το προϊόν. Η οικονομική και όχι μόνο σημασία τους πάει παρέα με το προϊόν.
Άρα για τα γλυκά ρόδια μας, τα ρόδια ΕΡΜΙΟΝΗΣ έχουμε τον ισχυρότερο μύθο της χώρας μας και από τους ισχυρότερους μύθους της Μεσογείου.
Η περιοχή μας φαίνεται ότι έχει μια συνέχεια κατοίκησης από τα πανάρχαια χρόνια η οποία μάλλον δεν διακόπηκε κατά τους αρχαίους και νεώτερους ‘σκοτεινούς αιώνες’. Αυτό προσπαθώ να στηρίξω από άποψη παραγωγικών δέντρων ελιάς στο βιβλίο μου, τουλάχιστον για τους νεώτερους ‘σκοτεινούς αιώνες’.
Για το ρόδι και τη ροδιά η λαϊκή αλλά και η επίσημη αντίληψη δεν άλλαξε ούτε από την Χριστιανική, ούτε από την Μουσουλμανική Θρησκεία, δηλαδή δεν έγινε ξαφνικά ‘το κακό δέντρο με τους κακούς καρπούς’, όπως συνέβη με πολλά προϊόντα, όπως το κρασί, το χοιρινό κρέας, ακόμη και με πολλά χρώματα και βαφές. Δηλαδή το ρόδι καταναλώνεται σε όλον τον κόσμο χωρίς καμιά προκατάληψη. Και αυτό είναι πολύ θετικό, γιατί έχει εξασφαλισμένη θέση στην αγορά, πράγμα που δεν ισχύει για το ελαιόλαδο όπως θα δούμε προσεχώς.
Φυσικά και δεν ισχυρίζομαι ότι υπάρχει συνέχεια και στα ρόδια, δηλαδή ότι από τοπικές αρχαίες ροδιές που κάνανε γλυκά ρόδια προέρχονται οι σημερινές. Αλλά δεν έχω και στοιχεία στα χέρια μου, ώστε να το αποκλείσω. Γιατί κάλλιστα μπορούσαν ορισμένες ροδιές να επιβιώσουν έναν και δύο αιώνες σε έναν εγκαταλειμμένο οικισμό ο οποίος μετά επανακατοικείται από πληθυσμό που γνωρίζει τη ροδιά. Αλλά και σε ιερούς τόπους που ίσως δεν εξαφανίστηκε πλήρως η κατοίκηση, όπως τα μοναστήρια, μπορεί να διασωθούν ροδιές.
Αλλά και τα ως άνω, όταν πρόκειται για τη στήριξη τοπικού προϊόντος μπορούν να στηριχθούν σιωπηρώς. Γιατί, όταν στο μύθο της ροδιάς συμπλέξεις την άποψη ότι ο τόπος μας κατοικείται χωρίς διαλείμματα από τους ελληνικούς χρόνους, αφήνεις το ερώτημα να το απαντήσει ο πελάτης, και αυτό είναι καλύτερο, γιατί του δίνεις χώρο για τη δική του μυθοπλασία. Γιατί όταν διαβάζεις ότι το τάδε προϊόν από ρόδι προέρχεται από τις ροδιές της κοιλάδας Μπεκάρ της Συρίας, στο μυαλό δεν σου έρχεται να ρωτήσεις πότε τις φυτέψανε, αλλά πλάθεις με τη φαντασία σου την αρχαία Φοινίκη, τις αρχαίες αυτοκρατορίες της περιοχής, τους Μουσουλμάνους κατακτητές και φτιάχνεις μύθο μόνος σου.
Είναι μεγάλη δύναμη το όνομα και ο τόπος στην αγορά και δίδονται μάχες για το ποιος επιτρέπεται να το χρησιμοποιεί και να το κατέχει.
Και ένα παράδειγμα:
«Σαρδέλες Καλλονής». Μόλις το ακούς το μυαλό σου πάει στον κόλπο της Καλλονής στη Λέσβο, κλειστός και θερμός που παράγει την πιο νόστιμη μικρή σαρδέλα της χώρας. Πας λοιπόν στο ομώνυμο χωριό της Λέσβου που βρίσκεται στον μυχό του κόλπου ζητάς σαρδέλες Καλλονής και σου δίνουν κονσέρβα Σαρδέλες Calonis. Τις παίρνεις με χαρά, που πρόλαβες και δεν τις πήρε άλλος, αλλά και με ικανοποίηση που αυτό το προϊόν πάει πλέον σε όλo τον κόσμο, γι’ αυτό και το ξενόγλωσσο Calonis.
Άμα όμως ψάχνεις για μαγαζί και πέσεις σε κανέναν παλιό Μυτιληνιό και του πεις ότι θέλεις σαρδέλες Καλλονής, θα σου απαντήσει με φυσικό τρόπο: «πες σε κανένα ψαρά, άμα πιάσει να σου κρατήσει λίγες, να μου κρατήσει και μένα. Άμα πιάσει, γιατί έχουν πια χαθεί από το πολύ ψάρεμα». «Καλά και οι κονσέρβες που πήρα;» Ε, τότε ρίχνει ένα πονηρό γέλιο και φεύγει. Πας σπίτι και διαβάζεις ότι η κονσέρβα έχει διεύθυνση τον Βόλο, και μπορεί επί χρόνια να τρως .... βολιώτικες που και πάλι μπορεί να είναι από οπουδήποτε. Και τυπικά δεν παρανομεί ο κονσερβοποιητής γιατί το επίθετό του είναι Καλονής!
Να λοιπόν τι κάνει το όνομα. Είναι τόσο ισχυρό που και ο πραγματικός παραγωγικός τόπος πουλάει ... μαϊμού ενώ συγχρόνως είναι στα μαχαίρια με τον παραγωγό του Βόλου. Και οι Σαρδέλες Καλλονής σήμερα είναι ένα διάσημο όνομα, χωρίς ....προϊόν. Και τι να κάνουν τη διασφάλιση του ονόματος όταν δεν έχουν σαρδέλα;
Γι αυτό ΠΟΠ σημαίνει όνομα, τόπος, προϊόν, ή μάλλον αντίστροφα. Όμως και τα τρία μαζί!
Και τα ρόδια τα γλυκά που τρώμε στην Ερμιόνη πώς γίνανε στον τόπο μας;
Αυτό στο επόμενο.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος
Το περιβόλι του Κόντου και του Κανέλλη.
Μια και η γιαγιά ροδιά που φυτεύτηκε στο Λιμάνι της Ερμιόνης είναι από το περιβόλι του Δημήτρη του Κόντου και επειδή τώρα με την κρίση έρχεται στο προσκήνιο η αγροτική μας τάξη (μέχρι τώρα το πρότυπο ήταν να χωθώ στο δημόσιο με οποιοδήποτε κομματικό μέσο και τρόπο), κάνουμε μια παρένθεση για να τιμήσουμε τους άξιους αγρότες – παππούδες μας αλλά κυρίως να ξαναθυμηθούμε τις αξίες της τοπικής αγροτιάς μας και μάλιστα αυτών που θεωρούνταν μεγαλοκτηματίες ή ευκατάστατοι αγρότες.
Το περιβόλι λοιπόν του Κόντου είναι πάρα πολύ παλιό και το φύτεμά του πρέπει να έγινε κάπου μεταξύ 1830 – 1850. Ήταν κρανιδιώτικης ιδιοκτησίας μάλλον κάποιας Τουτουτζή. Δόθηκε προίκα στον Δημήτρη τον Κόντο και στον Βασίλειο Κανέλλη (παππού μου) οι οποίοι συμβολαιογραφικά το είχαν από κοινού μαζί με γύρω χωράφια και αργότερα το χώρισαν. Ο Κόντος πείρε το νότιο τμήμα και ο Κανέλλης το βορεινό. Σήμερα στο παλιό περιβόλι του Κόντου σώζονται οι μεγάλες παμπάλαιες μανταρινιές και πορτοκαλιές, αν και νομίζω πολλά δέντρα έχουν μπολιαστεί. Επίσης σώζονται λίγες παλιές ροδιές, η μουριά με τα μαύρα μούρα, το πηγάδι και το σπίτι που όμως είναι νεότερη κατασκευή, ενώ του παππού ήταν παμπάλαιο.Σώζεται στο λόφο του Kόντου το συγκρότημα με τις αποθήκες τους σταύλους και το αλώνι. Από του παππού μου δεν σώζεται τίποτα, ούτε το σπίτι. Φυτεύτηκαν ελιές. Σώζονται μονάχα ορισμένα στοιχεία: Το παμπάλαιο πηγάδι, το μεγάλο κυπαρίσσι άνω των 200 ετών και η μεγάλη μουριά και συκιά.
‘Όλοι οι νεότεροι έχουμε την εντύπωση ότι τα παλιά περιβόλια είχαν μόνο μανταρινιές ή μόνο πορτοκαλιές ή και τα δύο μαζί με λίγες λεμονιές. Είναι μεγάλο λάθος. Τα παλιά περιβόλια είχαν απ’ όλα, δεν ήσαν μονοκαλλιέργειες όπως συνέβη μετά το 1960 στα νέα περιβόλια των μηχανών και των γεωτρήσεων. Βασικό προϊόν ήταν πάντα το λεμόνι γιατί είχε μεγάλη ζήτηση.
Έτσι στο ενιαίο περιβόλι των ως άνω δύο, πριν το 1930 υπήρχαν:
1. Μανταρίνια Χίου αποτελούσαν το μισό περίπου του περιβολιού.
Πορτοκάλια, περίπου το ¼ του περιβολιού. Ήταν κυρίως Ντόλτε, γιατί τα προτιμούσε τότε η αγορά. Υπήρχαν όμως και τα γλυκόξινα μεγάλα πορτοκάλια σε σχήμα αυγού, γι’ αυτό και τα λέγανε Αυγουλάτα, τα οποία ήσαν και πολύ ευαίσθητα στη μύγα της Μεσογείου. Υπήρχαν και λίγα δέντρα που έβγαζαν πολύ ξινά πορτοκάλια. Σήμερα δεν θα τα έτρωγε κανένας, αλλά τότε υπήρχε μικρή ζήτηση.
2. Το υπόλοιπο ¼ παρά κάτι ήταν λεμονιές. Παμπάλαιες και αυτές με πολύ υψηλούς κορμούς. Καμιά σχέση με τις σημερινές. Τα λεμόνια τους είχαν πολλά κουκούτσια. Σχεδόν όλες ξεράθηκαν πριν την Κατοχή από μια πολύ γερή παγωνιά.
3. Η τέταρτη στη σειρά καλλιέργεια ήταν οι ροδιές. Υπήρχε μία σειρά παμπάλαιες ροδιές στη βορινή πλευρά δίπλα στο μεγάλο Κυπαρίσσι και στη νότια πλευρά κοντά στο πηγάδι του Κόντου. Γλυκά και νοστιμότατα ρόδια. Τις πρόλαβα πολύ γέρικες και τα ρόδια αυτοκαταναλώνονταν τη δεκαετία του 1950. Παλιά τα εμπορεύονταν. Οι ροδιές αυτές ήταν σύγχρονες του περιβολιού δηλαδή του 1830 – 1850.
4. Πέραν αυτών των δέντρων υπήρχαν για αυτοκατανάλωση και μικροεμπόριο: Λίγες νεραντζιές για γλυκό (πράσινο και φλούδα), μία δύο πορτοκαλιές σαγκουίνια, μία βερικοκιά παμπάλαια με πολύ μικρά βερίκοκα, δύο καρυδιές, πολλές μυγδαλιές, 2 μηλιές που κάνανε κάτι περίεργα μήλα μικρά που τα κάνανε κομπόστα, ένα δέντρο που έβγαζε κίτρα, τρεις μουριές, δύο συκιές, γύρω γύρω φραγκοσυκιές, κληματαριές στα σπίτια. Στα χέρσα χωράφια, πολλές ξερικές αχλαδιές, κοντούλες, αυγουστιάτικα, και κάτι περίεργα αχλάδια μικρά που ήταν σαν μεγάλα γκορίτσια. Ήταν κοκκινωπά και όταν ωρίμαζαν το μέσα τους ήταν πολύ μαύρο. Πεντανόστιμα όσο και περίεργα και δυστυχώς το μοναδικό αυτό δέντρο κόπηκε χωρίς λόγο.
Τώρα γιατί τα αναφέρω όλα αυτά τα δέντρα; Γιατί ίδια περίπου δομή είχαν όλα τα περιβόλια με πολλά παράξενα δέντρα, δαμασκηνιές, κορομηλιές, τζάνερα, κίτρα, κιτρολέμονα, ροδακινιές (ναι γλυκύτατα και εμπορεύσιμα) και άλλα και άλλα. Δηλαδή στην Ερμιόνη φαίνεται ότι μετά το 1770, οπότε άρχισαν να αναπτύσσονται τα νησιά μας και η ναυτιλία τους, ήλθαν πολλά δέντρα, πολλές ποικιλίες, και η Ερμιονίδα απέκτησε ένα θα το λέγαμε δενδρικό πλούτο, που ακόμη και σήμερα μπορεί να ανιχνευθεί και να αξιοποιηθεί. Αλλά περισσότερα θα πούμε, όταν μιλήσουμε εκτενέστερα για αυτό το θέμα και για το πώς βρέθηκαν στα μέρη μας οι ροδιές.
Ο παππούς μου ήταν κυρίως σφουγγαράς, είχε κάνει 38 ταξίδια στη Μπαρμπαριά και έτσι το κτήμα το κοινό το καλλιεργούσε και το πρόσεχε ο μπάρμπα Δημήτρης ο Κόντος μέχρι το 1930 περίπου.
Γιατί τα προϊόντα αυτού του περιβολιού ήταν νοστιμότατα και διάσημα;
1. Το νερό ήταν καλό και άφθονο, αλλά έτσι ήταν και για τα άλλα περιβόλια τότε.
2. Τα δέντρα τα κλάδευαν ελάχιστα και τις λεμονιές καθόλου. Ήταν τεράστια τα δέντρα. Μια μανταρινιά κατέβαζε μέχρι και 150 κιλά μανταρίνια τα περισσότερα πολύ μεγάλα. Τα μεγάλα μανταρίνια του Κόντου. Κανονικά τα μανταρίνια θα έπρεπε να ήταν σχετικώς ξινά, γιατί τα δέντρα ήταν τεράστια, όμως αντίθετα ήταν νοστιμότατα.
3. Tο μυστικό ήταν η κοπριά. Η μπάρμπα Δημήτρης διατηρούσε μεγάλο κοπάδι γίδια και πρόβατα και είχε πάντα άλογα για το μαγγανοπήγαδο και το όργωμα και το αλώνι. Την κοπριά την μάζευε σε μεγάλους λάκκους να σβήσει πολύ καλά και μετά την άπλωνε στα δέντρα. Δύο και τρεις φορές το καλοκαίρι σκαλίζονταν τα γάρδοι που ήταν τεράστια. Σηκωνόταν το χώμα τους σε δύο κουμούλια και έμενε εκεί μερικές μέρες να το δει ο ήλιος. Μετά έριχνε φουσκί ένα τεράστιο τσουβάλι στο δέντρο, ενώ πάντα υπήρχε φουσκί μαζεμένη σωρό γύρω από τον κορμό.
4. Υπήρχε και ένα δέντρο, μια μανταρινιά μεγάλη η οποία είχε την τύχη να βρίσκεται δίπλα στο κοτέτσι της γιαγιάς μου. Ήταν κάπως ψηλά το γάρδος της και πήγαινε λίγο νερό, αλλά απολάμβανε όλη την κοπριά του κοτετσιού κυρίως με τις βροχές. Σε αυτό το δέντρο ποτέ δε ρίχναμε φουσκί. Γέμιζε κάθε χρόνο μανταρίνια, στη κυριολεξία σπάγανε οι κλάρες του και τις στηρίζαμε. Ήταν όχι μόνο τα νοστιμότερα του περιβολιού αλλά όλα υπέρ το δέον μεγάλα, εντυπωσιακά. Τα πουλούσαν με τη κλάρα, για χριστουγεννιάτικη διακόσμηση και επίδειξη στα μεγάλα αστικά σπίτια της Αθήνας. Σημειώνω ότι οι περιστερώνες και τα κοτέτσια στα Κυκλαδονήσια, ήταν ‘αντιγραφή’ από Συρία, Ιορδανία κ.λ.π. όπου τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για την κοπριά από τα περιττώματά τους. Τα δέντρα ποτίζονταν με χωμάτινα αυλάκια και γάρδους. Φύτρωνε το καλοκαίρι άφθονο χορτάρι και κάθε τόσο τα πρόβατα αμολιόντουσαν στο περιβόλι να το φάνε, βρίσκοντας εξαιρετική τροφή μέσα στη ξεραΐλα του καλοκαιριού. Τότε το μοναδικό ράντισμα γινόταν με ασβέστη και λίγο γαλαζόπετρα.
5. Ο μπάρμπα Δημήτρης ο Κόντος σπούδασε και τα δύο παιδιά του, τον Κοσμά και τον Κώστα στην Αναργύρειο των Σπετσών, σήμερα αντίστοιχη Πανεπιστημίου και βάλε. Και τα δύο παιδιά συνέχισαν κτηματίες. Ο μπαρμπα Δημήτρης και η γυναίκα του η κυρά Θοδότα ζούσαν στο κτήμα μόνιμα, είχαν αγοράσει γύρω τους αρκετά μεγάλες εκτάσεις, αλλά η ζωή τους ήταν όπως και του εργάτη, ίδια και απαράλλαχτη. Στα αγροτόσπιτά τους είχαν τα απολύτως αναγκαία, και για κρεβάτι δύο φύλλα παλιάς πόρτας με ένα αχυρένιο στρώμα. Το ίδιο και ο παππούς μου. Όχι γιατί δεν είχαν να αγοράσουν, αλλά η πολυτέλεια ήταν κοινωνική ντροπή. Αν έβλεπαν οι γνωστοί κανονικό κρεβάτι με στρώμα, μονολογούσαν , «πάει χαλάσανε κι’ αυτοί!». Η εργατικότητα και το μεγάλωμα του βιού, όπως και το να βάλουν από νωρίς στο κελάρι τα αγαθά της χρονιάς, ήταν το κοινωνικό γόητρο και όχι τα καταναλωτικά αγαθά. Ο πλούτος τους θα ‘έβγαινε’ στα μάτια της κοινωνίας, με το να μορφωθούν τα παιδιά τους, να γίνουν μεγάλοι κτηματίες αγοράζοντας νέα γη, έμποροι, τεχνίτες κ.λ.π., να δοθούν πλούσιες προίκες, να φτιαχτούν σπίτια. Τη λέξη δάνειο, ούτε να την ακούσουν δεν ήθελαν.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου