Της Καλομοίρας Αργυρίου -Κουμπή.
Ο ναύαρχος Γ. Ανδρούτσος ή Κολαντρούτσος, το σπίτι του οποίου επισκέφθηκε ο Άγγλος ιεραπόστολος. |
Ο Άγγλος περιηγητής κληρικός Wilson,ήταν ο πρώτος Άγγλος Μισσιονάριος που ταξίδεψε την εποχή της Επανάστασης για περιήγηση με αποκλειστικό σκοπό την προπαγάνδα, για λογαριασμό της Ιεραποστολικής Εταιρείας του Λονδίνου. Παράλληλα βέβαια φαίνεται πως είχε εντολή να συγκεντρώνει πληροφορίες και να ενημερώνει Αγγλικές Υπηρεσίες, το Φιλελληνικό Κομιτάτο και κυρίωςε τον Hamilton διοικητή της Αγγλικής μοίρας στο Αιγαίο.
Αυτός λοιπόν, το 1824 επισκέφθηκε τις Σπέτσες, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Σάντου και περιγράφει την επίσκεψή του στο σπίτι του ναυάρχου Γεωργίου Ανδρούτσου (ή Κολαντρούτσου) , και την εθιμοτυπία της υποδοχής, ως εξής:
«Μπαίνοντας βγάζουμε τα παπούτσια μας, τα αφήνουμε στην άκρη ενός χαλιού, αγγίζουμε με το δεξί χέρι την καρδιά, υποκλινόμαστε, λέμε καλημέρα σας και καθόμαστε σταυροπόδι στο σοφά. Ο νοικοκύρης του σπιτιού λέει: « Χαρά μου που σας βλέπω, ελπίζω να είσαστε καλά» .Μερικές φορές προσθέτει : «Σας παρακαλώ να μας συμπαθάτε».
Σε λίγο παρουσιάζεται η νοικοκυρά με τις κόρες της. Η υπηρέτρια, η παραμάνα, η θυγατέρα ή η σύζυγος φέρνει ένα δίσκο με δύο ή τρία ποτήρια νερό, ένα δισκάκι με γλυκό λεμόνι,
αχλάδι, ροδάκινο ή άλλο φρούτο και μερικά κουταλάκια.Οι επισκέπτες παίρνουν με το κουταλάκι λίγο γλυκό,καθώς η νοικοκυρά το προσφέρει ευγενικά γύρω-γύρω και πίνουν λίγο νερό…Σε λίγο μπαίνει ένας υπηρέτης κρατώντας στο δεξί χέρι ένα δεμάτι τσιμπούκια, συνήθως μισή ντουζίνα. Το καθένα έχει μάκρος τέσσερα με πέντε πόδια. Η πίπα είναι από ξύλο κερασιάς και η χοάνη από ψημένο πηλό, στιλβωμένη και συχνά επιχρυσωμένη. Το επιστόμιο είναι γενικά από κεχριμπάρι, μερικές φορές από κεχριμπάρι και αχάτη. Ο υπηρέτης προσφέρει το τσιμπούκι με το δεξί και, αγγίζοντας το στήθος του με το αριστερό, λέει ταπεινά: «Εις υγείαν σου».Αρχίζεις τώρα να τραβάς ρουφηξιές, αλλά δε φτύνεις ποτέ! Κρατάς το τσιμπούκι ψηλά, κάθετα στο στόμα. Μερικές φορές υπάρχει ένα πιατάκι χαλκωματένιο στο χαλί για να απιθώνεις τη χοάνη του τσιμπουκιού όταν κουράζεται το χέρι σου…Στην Ελλάδα φουμάρεις και κουβεντιάζεις. Συζήτηση χωρίς τσιμπούκι ή τσιμπούκι χωρίς κουβέντα είναι κάτι αδιανόητο.ύστερα από δέκα λεπτά περίπου μπαίνει η νοικοκυρἀ με μια υπηρέτρια φέρνοντας τα φλυτζάνια με τους καφέδες. Τα φλυτζάνια από πορσελάνη-μισό τσόφλι αυγού-είναι γεμάτα, ο καφές γλυκός σαν μέλι.Δεν συνηθίζουν ούτε κρέμα ούτε γάλα. Κάθε φλυτζάνι τοποθετείται σε χρυσή ή ασημένια υποδοχή. Γιατί δεν έχουν βάση και είναι αδύνατο να στερεωθούν αλλιώς.καπνίζουμε, πίνουμε ένα φλυτζάνι καφέ, ίσως και δύο,κουβεντιάζουμε και σε μισή ώρα η επίσκεψη τελειώνει. Σηκωνόμαστε από τον σοφά, φοράμε τα παπούτσια μας-όχι το καπέλλο γιατί δεν το βγάζουμε ποτέ ανταλλάσσουμε μερικά φιλικά λόγια και φεύγουμε.Αυτή εἰναι η ελληνική βίζιτα ή το κάλεσμα, όπως το λένε».
Σε λίγο παρουσιάζεται η νοικοκυρά με τις κόρες της. Η υπηρέτρια, η παραμάνα, η θυγατέρα ή η σύζυγος φέρνει ένα δίσκο με δύο ή τρία ποτήρια νερό, ένα δισκάκι με γλυκό λεμόνι,
αχλάδι, ροδάκινο ή άλλο φρούτο και μερικά κουταλάκια.Οι επισκέπτες παίρνουν με το κουταλάκι λίγο γλυκό,καθώς η νοικοκυρά το προσφέρει ευγενικά γύρω-γύρω και πίνουν λίγο νερό…Σε λίγο μπαίνει ένας υπηρέτης κρατώντας στο δεξί χέρι ένα δεμάτι τσιμπούκια, συνήθως μισή ντουζίνα. Το καθένα έχει μάκρος τέσσερα με πέντε πόδια. Η πίπα είναι από ξύλο κερασιάς και η χοάνη από ψημένο πηλό, στιλβωμένη και συχνά επιχρυσωμένη. Το επιστόμιο είναι γενικά από κεχριμπάρι, μερικές φορές από κεχριμπάρι και αχάτη. Ο υπηρέτης προσφέρει το τσιμπούκι με το δεξί και, αγγίζοντας το στήθος του με το αριστερό, λέει ταπεινά: «Εις υγείαν σου».Αρχίζεις τώρα να τραβάς ρουφηξιές, αλλά δε φτύνεις ποτέ! Κρατάς το τσιμπούκι ψηλά, κάθετα στο στόμα. Μερικές φορές υπάρχει ένα πιατάκι χαλκωματένιο στο χαλί για να απιθώνεις τη χοάνη του τσιμπουκιού όταν κουράζεται το χέρι σου…Στην Ελλάδα φουμάρεις και κουβεντιάζεις. Συζήτηση χωρίς τσιμπούκι ή τσιμπούκι χωρίς κουβέντα είναι κάτι αδιανόητο.ύστερα από δέκα λεπτά περίπου μπαίνει η νοικοκυρἀ με μια υπηρέτρια φέρνοντας τα φλυτζάνια με τους καφέδες. Τα φλυτζάνια από πορσελάνη-μισό τσόφλι αυγού-είναι γεμάτα, ο καφές γλυκός σαν μέλι.Δεν συνηθίζουν ούτε κρέμα ούτε γάλα. Κάθε φλυτζάνι τοποθετείται σε χρυσή ή ασημένια υποδοχή. Γιατί δεν έχουν βάση και είναι αδύνατο να στερεωθούν αλλιώς.καπνίζουμε, πίνουμε ένα φλυτζάνι καφέ, ίσως και δύο,κουβεντιάζουμε και σε μισή ώρα η επίσκεψη τελειώνει. Σηκωνόμαστε από τον σοφά, φοράμε τα παπούτσια μας-όχι το καπέλλο γιατί δεν το βγάζουμε ποτέ ανταλλάσσουμε μερικά φιλικά λόγια και φεύγουμε.Αυτή εἰναι η ελληνική βίζιτα ή το κάλεσμα, όπως το λένε».
«τα στρώματα και τα σκεπάσματα διπλώνονταν προσεκτικά κάθε πρωί και σχημάτιζαν μια καλοστημένη στοίβα σε μια γωνιά της κάμαρας» . Πρόκειται για τον παραδοσιακό ελληνικό «γιούκο».
Ο Wilson περιγράφει τη σπετσιώτικη και γενικά αιγαιοπελαγίτικη αντρική φορεσιά. Σώβρακο και πουκάμισο, από πάνω «τα βρακιά»-το άκομψο μέρος της νησιώτικης ενδυμασίας, σχολιάζει ο παπάς-και το γιλέκι από ελαφρό υλικό (σαλωνίτικο μετάξι το καλοκαίρι και μάλλινο ύφασμα το χειμώνα) και γενικά αχειρίδωτο.η φορεσιά συμπληρωνόταν από γραγκικες κάλτσες, ελληνικές παντούφλες, ξώφτερνες, ζουνάρι και φέσι.
Όλες οι σπετσιώτισσες φορούσαν κίτρινες παντούφλες (χρώμα απαγορευμένο στους ραγιάδες κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας)
Σαρίκι δεν έβλεπες πουθενά. Ήτα αποκλειστικά τούρκικο χαρακτηριστικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου